Γκοα-σκόπιο (2)
Περιγραφές, συναντήσεις, σκέψεις και εντυπώσεις από τον Νότο της Ινδίας
Sunjyot, η άλλη μου δασκάλα
Η Sunjyot είναι τραγουδίστρια και δασκάλα φωνητικής της κλασσικής Ινδικής μουσικής. Η σχολή της βρίσκεται στην βορινή άκρη του χωριού, αντίθετα από την σχολή του Sharat, που βρίσκεται στην ερημιά, μισή ώρα δρόμο πιο κάτω κι απ’ τα τελευταία σπίτια της νότιας πλευράς.
Μοιάζει σαν οι κοσμικές δυνάμεις του χάους και των συμπτώσεων να συνωμότησαν και να εγκατέστησαν δυο δάσκαλους για μένα στο ίδιο αυτό μακρινό και απομονωμένο (κάποτε) χωριό, όπου βρέθηκα τυχαία πριν από χρόνια, μετά από ένα δωδεκάωρο ταξίδι με sleepers bus προς τον νότο της Ινδίας. Τους βρήκα και τους δυο εκεί: έναν δάσκαλο του γιόγκα, της γραμμής του BKS Iyengar, που έμελλε να γίνει ο δάσκαλος μου, και μια δασκάλα μουσικής, που μετά από τόσα χρόνια επανάπαυσης στα κεκτημένα, με έβαλε ξανά στην μουσική μελέτη και εξάσκηση.
«Που βρίσκεται η Ελλάδα;» Ρώταγε και ξαναρώταγε η Sunjyot όταν πρωτογνωριστήκαμε. Ένα απόγευμα έφερε το βιβλίο γεωγραφίας της κορούλας της και άνοιξε τον χάρτη του κόσμου για να της δείξω.
Μόλις της έδειξα την Ελλάδα, μια τόση δα κουκίδα, μια μικρή χερσόνησο στην άκρη της Ευρώπης, φάνηκε να στενοχωρήθηκε. «Τόσο μικρή είναι η πατρίδα σου;» ρώτησε απογοητευμένη, «πόσους κατοίκους έχει;» Η έκπληξή της μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν της απάντησα, δέκα εκατομμύρια. Ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Σχολιάσαμε ότι ολόκληρη η Ελλάδα έχει το ένα τρίτο του πληθυσμού της Βομβάης και μόνο.
Για να της αλλάξω την εντύπωση, άρχισα να της μιλώ για τα νησιά του Αιγαίου, τις παραλίες, τους τουρίστες που τα επισκέπτονται εδώ και χρόνια με σακίδια στην πλάτη και λαχτάρα για ήλιο και θάλασσα, ακριβώς όπως έρχονται και στην Γκόα. «Αχ» είπε τότε, «φαντάζομαι τα νησιά αυτά… Στρογγυλά και καταπράσινα στη μέση της θάλασσας, γεμάτα έλατα και νερά και ξύλινες καλύβες!» Ήταν η σειρά μου να σκάσω στα γέλια και προσπάθησα να της εξηγήσω ότι τα νησιά της Μεσογείου είναι αρκετά αλλιώτικα από αυτό που φανταζόταν.
Στην Sunjyot πηγαίνω για μάθημα κάθε απόγευμα μετά την δύση του ήλιου. Tο όνομα της σχολής, γραμμένο σε μια μεγάλη ροζ ταμπέλα κρεμασμένη στον φράχτη απ’ έξω: Academy of Classical Indian Music and Vocal Training.
Παρά τον πομπώδη τίτλο, η σχολή δεν είναι παρά ένα χαμηλό, τετράγωνο, πλίνθινο σπιτάκι με κεραμίδια. Ένα μικρό δωμάτιο όλο κι όλο, με μια χαμηλή πόρτα κι ένα παράθυρο που βλέπει στο χωμάτινο σοκάκι που οδηγεί στην παραλία. Παλιότερα πρέπει να ήταν ψαράδικο σπίτι ή αποθήκη.
Αφήνω τα παπούτσια στην είσοδο και μπαίνω στο δωματιάκι, καθαρό, δροσερό και εντελώς γυμνό από έπιπλα, όπως άλλωστε και τα περισσότερα σπίτια εδώ. Η Sunjyot με υποδέχεται πάντα χαμογελαστή, ντυμένη και στολισμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια με τα πολύχρωμα ινδικά ρούχα και στολίδια της.
Θυμάμαι στην εφηβεία μου πόσο «στην τρίχα» στολισμένη και χαμογελαστή με υποδεχόταν για το μάθημα δυτικού κλασικού τραγουδιού η τότε δασκάλα μου φωνητικής, η κυρία Ναυσικά Βουτυρά-Γαλανού. Η θρυλική πρωταγωνίστρια των έργων του Καλομοίρη, παλιά ντίβα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, έμενε σε ένα ηλιόλουστο ρετιρέ πάνω στην πλατεία Κυψέλης. Πόση διαφορά είχε εκείνο το αστικό διαμέρισμα στην Κυψέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, από αυτό εδώ το πλίνθινο καλυβάκι σ’ ένα χωριό του νότου της Ινδικής χερσονήσου.
Η Sunjyot κάθεται σταυροπόδι πάνω σε ένα μαξιλάρι, με την πλάτη στον απέναντι τοίχο. Πλάι της μια χαμηλή ραφιέρα από μπαμπού με τα βιβλία και τις σημειώσεις της και ένας ινδικός ταμπουράς. Μπροστά της ένα ξύλινο ινδικό αρμόνιο με κλεισμένο το καπάκι του, χρησιμεύει μόνο σαν χαμηλό τραπεζάκι για γράψιμο.
Το αρμόνιο με τα συγκερασμένα πλήκτρα δεν είναι όργανο κατάλληλο για τη συνοδεία της κλασσικής Ινδικής μουσικής. Η χορδή ενός ταμπουρά και μόνο αρκεί για να ασκείσαι πάνω-κάτω στις ινδικές ράγγες, όπως ακριβώς και οι βυζαντινοί ψάλτες χρησιμοποιούν το ψαλτήρι ή τους άλλους ψάλτες που κρατάνε το ίσο.
Αν δεν έχεις πραγματικό ταμπουρά, τότε ένα shruti box, δηλαδή ένας ηλεκτρονικός ταμπουράς, κάνει την ίδια δουλειά. Πρόκειται για μια απλή ηλεκτρονική γεννήτρια μέσα σε ένα μικρό μεταλλικό κουτί με ηχείο, σαν τρανζιστοράκι. Ένα τέτοιο χρησιμοποιεί και η Sunjyot, ακουμπισμένο στο πάτωμα πλάι στο μαξιλάρι της. Κάθομαι κι εγώ σταυροπόδι απέναντί της, στο δικό μου μαξιλάρι πάνω στην απλωμένη ψάθα. Μετά τα σύντομα νέα της ημέρας, η Sunjyot γυρνάει τον διακόπτη του shruti box και το μάθημα αρχίζει.
Ο συνεχόμενος, διαπεραστικός ήχος σε βάζει κατευθείαν σε διαλογιστική διάθεση. Η σπονδυλική στήλη συντονίζεται σαν χορδή οργάνου με το τονικό κέντρο, την νότα που παράγει η μικρή ηλεκτρονική γεννήτρια. Ξεκινάμε με αργά επαναλαμβανόμενα ΩΜ. Τα μάτια μας είναι κλειστά.
Παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας της, δεν θα ‘ναι πάνω από τριάντα, η Sunjyot είναι έμπειρη και σοφή δασκάλα. Καθώς απαγγέλω μαζί της το ΩΜ, από τον ήχο της φωνής μου καταλαβαίνει ποια στιγμή είμαι έτοιμη να αρχίσω το τραγούδισμα.
Ακούει πότε ακριβώς καταλαγιάζει η αναπνοή μου από την πορεία πάνω στην απέραντη αμμουδιά μέχρι το σπιτάκι της, πότε στεγνώνει ο ιδρώτας μου, πότε παύουν να με ενοχλούν τα κουνούπια, οι καπνοί κι οι μυρουδιές από τις απογευματινές φωτιές, πότε φεύγουν από το μυαλό μου οι εικόνες από την διαδρομή ως εδώ, οι συζητήσεις με τους φίλους που συνάντησα, οι σκέψεις και οι εντυπώσεις, η φασαρία του νου. Μόλις αισθανθεί ότι όλα αυτά ησύχασαν, ανοίγει τα μάτια και αντί για ΩΜ, αρχίζει σιγανά σιγανά να τραγουδά την πρώτη νότα : Σααααα… Την μιμούμαι.
Η μίμηση είναι ο βασικός τρόπος μάθησης στην Ασία. Συντονίζεσαι με τον γκουρού σου, τον δάσκαλο ή την δασκάλα, σαν μωρό που μιμείται τις κινήσεις και τους τρόπους των μεγάλων και έτσι μεγαλώνει κι αυτό. Ακούς και τραγουδάς κι εσύ μαζί. Παρακολουθείς προσεχτικά και κατόπιν επαναλαμβάνεις… Χωρίς πολλές πολλές σκέψεις. Χωρίς πολλές ερωτήσεις, αμφισβητήσεις, θεωρίες.
Με αυτόν τον αρχέγονο και απλό τρόπο αρχίζει αργά αργά να ξεδιπλώνεται μέσα σου η ράγγα που κάθε φορά μαθαίνεις. Και μετά το τραγούδι, και μετά ο αυτοσχεδιασμός, και μετά η αποκορύφωση του alap, του tal, του ρυθμού. Χωρίς να το καταλάβεις αρχίζεις να τσαλαβουτάς με τις άκρες των ποδιών σου στα ρηχά, τα πολύ ρηχά, της ινδικής μουσικής. Στα βαθιά του ωκεανού αυτής της μουσικής δύσκολα κολυμπά κανείς αν δεν έχει γεννηθεί και μεγαλώσει με αυτήν. Εκτός και αν αποφασίσει να της αφιερωθεί ολοκληρωτικά. Δεν με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, άλλωστε και να το ‘θελα, δεν προλαβαίνω πια.
Όμως, η μέθοδος αυτή της εξάσκησης στην μονοφωνία, η προσήλωση στον ένα τόνο, η αργή και ηδονιστική φωνητική διολίσθηση από την μία νότα της ράγγας στην επόμενη, εντρυφώντας στην λεπτομέρεια των διαστημάτων, μοιάζει με τον τρόπο της βυζαντινής ψαλτικής τέχνης που από μικρή λαχταρούσα να μάθω.
Γύρω στα δεκάξι, δεκαεφτά μου, είχα πάει στη σχολή του μεγάλου μελετητή και δάσκαλου της Βυζαντινής μουσικής Σίμωνα Καρά και του είχα ζητήσει να μπω στη σχολή, να παρακολουθώ τα μαθήματα του. Ο σπουδαίος εκείνος δάσκαλος ήταν συντηρητικός και πολύ αυστηρός. Τον είχε μάλλον ενοχλήσει η ατημέλητη εμφάνισή μου. Μετά από μια γρήγορη απαξιωτική ματιά, μού είχε δηλώσει ότι δεν μπορούσε να με δεχτεί στη σχολή του. Για να αλλάξω την εντύπωση που είχε προκαλέσει το χίπικο ντύσιμό μου και να τού δείξω ότι ήμουν «σοβαρό» κορίτσι, είχα πει σεμνά ότι σπούδαζα κλασικό τραγούδι και μάλιστα κοντά σε μια τόσο φημισμένη, αυστηρή και απαιτητική δασκάλα. Ένας λόγος παραπάνω να μην με δεχτεί… Ο Σίμων Καράς έλεγε, ότι για να μάθεις σωστά τη βυζαντινή μουσική, έπρεπε να μην έχεις δυτικά ακούσματα. Να είσαι αγνός και εύπλαστος μουσικά, τάμπουλα ράσα.
Απογοητευμένη που δεν έγινα δεκτή στην σχολή του, συνέχισα τα απογεύματα να το σκάω από το φροντιστήριο κι από τα γερμανικά, να ανηφορίζω στον γειτονικό μου Λόφο του Στρέφη και εκεί στις παρυφές του πευκόδασους και με την θέα των Εξαρχείων και της Αθήνας στα πόδια μου, καθισμένη πάνω στο πέτρινο πεζουλάκι έξω απ’ τη σχολή, να ακούω μαγεμένη τις ψαλμωδίες και τις χορωδίες που ξεχύνονταν από τα ανοιχτά παράθυρα.
Μια ίδια αίσθηση με τύλιξε ξανά μετά από τόσες δεκαετίες, καθώς περνούσα έξω από την σχολή της Sunjyot στο στενό χωμάτινο σοκάκι που βγαίνει στην παραλία. Η ταμπέλα Academy of Classical Indian Music and Vocal Training τράβηξε το ενδιαφέρον μου. Στάθηκα να ακούσω, μπήκα να δω, να ρωτήσω, και έτσι βρέθηκα με μια… Ινδή δασκάλα φωνητικής. Και συγχρόνως με μια φίλη, που πριν και μετά και ανάμεσα στα μαθήματά, είχε να μου πει τόσα ενδιαφέροντα πράγματα για την ζωή της, την οικογένειά της, την κοινωνία και τις συνήθειες στα χωριά και τις πόλεις του νότου της Ινδίας.
Η Sunjyot είναι γέννημα και θρέμμα της Γκόα. Ο πατέρας, της μουσικός κι ίδιος, διέκρινε το ταλέντο της κόρης του και μετά το σχολείο την έστειλε να σπουδάσει κλασική Ινδική μουσική και τραγούδι στην περίφημη Kala Academy of Arts στο Panjim.
Το Panjim, η πολιτιστική πρωτεύουσα της Γκόα, είναι μια όμορφη πόλη-λιμάνι κτισμένη πάνω στις εκβολές ενός τεράστιου ποταμού που χύνεται τεμπέλικα στον ωκεανό. Σε κείνο το σημείο δεν καταλαβαίνεις ακριβώς αν πρόκειται για έναν φαρδύ ποταμό που εκβάλει στη θάλασσα ή για έναν βαθύ κόλπο της θάλασσας που εισβάλει στη ζούγκλα. Η βόρεια ακτογραμμή είναι γεμάτη αραγμένα ψαροκάικα και τράτες, ενώ στην νότια βρίσκεται το εμπορικό λιμάνι και η πόλη. Η παλιά πόλη χτισμένη στις ανηφοριές του λόφου πάνω από την θάλασσα με στενά δρομάκια και σκαλοπάτια και με πολύχρωμα παλιά αρχοντικά σπίτια πορτογαλικού ρυθμού δεν μοιάζει τόσο με Ινδία, θυμίζει λίγο λιμάνι της Πορτογαλίας και πιο πολύ ακόμα της Λατινικής Αμερικής.
Το συγκρότημα κτηρίων της Kala Academy of Arts βρίσκεται χαμηλά, στην περιφερειακή, παραλιακή λεωφόρο, μέσα σε ένα πάρκο με φοίνικες και εξωτικά δέντρα. Θεωρείται ένα από τα πολιτιστικά στολίδια της πόλης. Στο ανοιχτό αμφιθέατρό της σχολής, δίνονται συνεχώς συναυλίες και παραστάσεις, ενώ κάθε χρόνο φιλοξενείται εκεί και ένα φημισμένο φεστιβάλ Ινδικού και παγκόσμιου κινηματογράφου.
Στο όμορφο αυτό αμφιθέατρο, πλάι στην θάλασσα, κάτω από τους φοίνικες, είχαμε ακούσει ζωντανά τον McLaughlin με τους Shakti, σε μια πολύ καλή και μεγάλης διάρκειας συναυλία, με το πιο πολύχρωμο κοινό: Ινδοί, Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι, Αυστραλοί, Ισραηλινοί, Κινέζοι, Γιαπωνέζοι, Ρώσοι, μόνιμοι κάτοικοι της Γκόα και περαστικοί ταξιδευτές, όσοι είχαν πληροφορηθεί για αυτή την σημαντική συναυλία, ήταν όλοι εκεί.
Η Sunjyot μου διηγείται συχνά για τα χρόνια που έζησε στο Panjim, σπουδάζοντας Ινδική Κλασσική μουσική και τραγούδι σ’ αυτήν ακριβώς την Kala Academy of Arts. Τα πιο ωραία χρόνια της ζωής της… Χάρη στο ταλέντο και την αφοσίωση της στη μουσική, είχε καταφέρει να ξεφύγει από τον συντηρητισμό του μικρού, απομονωμένου χωριού και να βρεθεί με την συγκατάθεση των γονιών της και κυρίως του πατέρα της, να ζει μόνη της και να σπουδάζει σε μια πόλη. Με δύο συμφοιτήτριές της μοιράζονταν ένα νοικιασμένο σπίτι. Σχεδόν θρησκευτικά προσηλωμένη στις σπουδές της και στην μουσική, συνεχίζει ως σήμερα με την ίδια ευλάβεια να υπηρετεί την Sarasvati. Μοναδικό στολίδι στους άδειους τοίχους της καμαρούλας-σχολής της, είναι η εικόνα της θεάς, κρεμασμένη στον τοίχο πίσω από την θέση της δασκάλας.
Η Sarasvati, ανάμεσα στα άλλα, είναι και η θεά της μουσικής, της μελέτης, της γνώσης. Κάτι σαν την δική μας Αθηνά. Στην κλασσική της απεικόνισή είναι καθισμένη πάνω σε άνθος λωτού και κρατά στα χέρια την μπίνα, ένα είδος ινδικού ταμπουρά. Φοράει άσπρο σάρι, άσπρο βραχιόλι από μαργαριτάρια στον καρπό και μπροστά στα πόδια της κάθεται συνήθως ένας κύκνος.
Το άσπρο είναι το χρώμα της διαύγειας, της καθαρότητας και της αγνότητας της γνώσης. Σε τέτοια κατάσταση πρέπει να βρίσκεται ο νους, ώστε να είναι ανοιχτός και δεκτικός στην γνώση. Γι’ αυτό και η Sarasvati είναι πάντα ντυμένη στα άσπρα. Γνώριμη φιγούρα των ινδικών θρησκευτικών εικόνων και αγαλματίδιων, που όμως δεν την συναντάς τόσο πολύ συχνά όσο εκείνη του Shiva, ή του Krishna, ή του Ganesha, του μωρού με το ελεφάντινο κεφάλι.
Αυτός ο τελευταίος είναι από τους πιο δημοφιλείς θεούς στην σύγχρονη Ινδία, μια και συμβολίζει το ξεπέρασμα των εμποδίων και την πρόοδο στα επαγγελματικά και οικονομικά ζητήματα.
Τον Shiva, τον Krishna, τον Ganesha, την Laxshmi, το σύμβολο του ΩΜ, τα βλέπεις συνεχώς μπροστά σου στις Ινδίες. Στους ναούς, στα σπίτια, στα μαγαζιά, στα οχήματα, πάνω σε συσκευές, σε ψυγεία, σε τουριστικά μπλουζάκια, σε βιτρίνες. Υπάρχουν και εκείνα τα αστεία αγαλματάκια θεών με τα πολύχρωμα λαμπιόνια και τα φωτορυθμικά, που τα τοποθετούν συνήθως οι ταξιτζήδες στα παρμπρίζ τους για να τους φυλάνε, καθώς οδηγούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, γεμάτοι χαρά και ενθουσιασμό και χωρίς την παραμικρή προσοχή, στους δρόμους-σκοτώστρες της απερίγραπτης αυτής χώρας.
Για λόγους ασφάλειας πολλοί οδηγοί έχουν προσαρμόσει στα ταξί τους κι ένα μικρό ηλεκτρονικό συναγερμό που ενεργοποιείται κάθε που βάζουν την όπισθεν, εκπέμποντας ένα μελωδικό ηλεκτρονικό ρίνγκτοουν. Μια κάπως πιο… πρακτική αντιμετώπιση του κινδύνου… Κάθε φορά που ακούς κοντά σου ένα παιδικό ηλεκτρονικό ηχάκι να παίζει το Happy Birthday, το Jinglebells ή κάποια γνωστή μελωδία του Ινδικού κινηματογράφου, πρέπει αμέσως να κοιτάξεις μην τυχόν και πέφτει πάνω σου με την όπισθεν κάποιο ταξί. Όσοι dheva και να αναβοσβήνουν στο παρμπρίζ του, δεν θα σε σώσουν αν δεν πηδήσεις στο πλάι…
Ξεκίνησα με την Sarasvati και την θρησκευτική αφοσίωση στην μελέτη της μουσικής και κατέληξα στα κιτς αγαλματάκια και τα αστεία ριγκτόουνς των Ινδικών οχημάτων… Όμως έτσι είναι η Ινδία. Έχει απ’ όλα.
Πνευματικότητα και σοφία, αλλά μαζί και υλισμό και αγάπη για την πολυτέλεια κι έναν πρωτόγονο σχεδόν θαυμασμό για τα μοντέρνα επιτεύγματα του τεχνικού πολιτισμού. Απελπιστική φτώχια και απέραντη χλιδή. Μοντέρνα γυάλινα κτήρια και πλάι τους ατέλειωτες παραγκουπόλεις και εκατομμύρια άστεγους στους δρόμους. Μια ανερχόμενη, μεσαία, αστική τάξη στις υπερμεγέθεις πόλεις, αλλά και εκατομμύρια αγρότες και ψαράδες στην ύπαιθρο. Κι ακόμα, στην Ινδία συνυπάρχουν πλάι πλάι πολλές διαφορετικές εποχές και μνήμες. Ο εικοστός πρώτος αιώνας, η Ελλάδα του πενήντα και του εξήντα, ο μεσαίωνας, η εποχή των Βεδών, η προϊστορία. Όλα μπλέκονται γλυκά και σουρεαλιστικά.
Τα πιτσιρίκια του χωριού που βλέπεις να παίζουν ξυπόλητα πάνω στο χώμα, μπορεί παράλληλα να χειρίζονται έναν υπολογιστή σαν έμπειροι χάκερ, ενώ οι μανάδες τους πάρα πέρα πλένουν ακόμα τα ρούχα στο ρέμα, ή καίνε τα σκουπίδια με όλα τα πλαστικά μπροστά από το σπίτι τους. Στις μεγάλες Ινδικές πόλεις υψώνονται όλο και πιο πολλοί ουρανοξύστες, στα χωριά οι καρυδάδες συνεχίζουν εδώ και χιλιετίες να σκαρφαλώνουν σαν αίλουροι στους πανύψηλους κορμούς των φοινικόδεντρων, να τα καθαρίζουν και να μαζεύουν τους καρπούς τους.
Οι καρυδάδες είναι συνήθως μικροκαμωμένοι και ευκίνητοι. Με τα σκέλια και τα μπράτσα τους λεπτά σαν οδοντογλυφίδες αγκαλιάζουν τους πανύψηλους κορμούς αυτών των δέντρων, σκαλώνοντας τις φτέρνες τους στις μικρές εσοχές που έχουν ανοίξει πάνω στο ξύλο αντί για σκαλοπατάκια, και αναρριχώνται ως την κορυφή, στον ουρανό σχεδόν… Κρεμασμένοι εκεί πάνω, μέσα και έξω από τις πυκνές φυλλωσιές και ενώ τα κοράκια κρώζουν απειλητικά και πετάνε γύρω απ’ τις φωλιές τους αγριεμένα, κλαδεύουν με μια μαντεμένια χατζάρα τα μαραμένα φύλα, τα επικίνδυνα κλαδιά και τις ώριμες καρύδες που είναι έτοιμες να πέσουν. Από κάτω γίνεται βομβαρδισμός.
Με το ίδιο εργαλείο σπάνε την άκρη της καρύδας για να πιούν το γάλα της και μετά την ανοίγουν στα δύο για να φάνε την άσπρη ψίχα. Και με την ακονισμένη μύτη του χαράζουν τα χλωρά κλαριά της φοινικιάς και μαζεύουν τον παχύρευστο άσπρο χυμό που στάζει, χρήσιμο στην φαρμακευτική, τη μαγειρική, τη παρασκευή καλλυντικών. Τα φύλα του δέντρου τα πλέκουν σε μεγάλες ψάθες. Τα ξερά κλαδιά τα χρησιμοποιούν για καύσιμο. Με τις ίνες απ’ το κέλυφος των καρυδών γεμίζουν στρώματα και μαξιλάρια. Το γάλα και την ψίχα της καρύδας τα βάζουν σε γλυκά και σάλτσες. Με τους κορμούς χτίζουν. Τίποτα δεν πάει χαμένο από ολόκληρο το φοινικόδεντρο που για εκείνες τις περιοχές είναι ας πούμε ότι είναι για μας η ελιά. Χρήσιμο δέντρο. Ευλογημένο.
Xρήσιμοι και οι καρυδάδες! Είναι φόβος και τρόμος να περνάς κάτω από ακλάδευτα φοινικόδεντρα, ιδίως όταν κουνιούνται από τον άνεμο. Σαν χατζάρες πέφτουν από ψηλά, με δύναμη και κρότο τα βαριά, κοφτερά φύλα ή κομμάτια από τα κλαδιά τους. Σαν βόμβες οι καρύδες τους. Ντε και σε πετύχει κάτι απ’ αυτά, την πάτησες.
Η Sunjyot μού περιέγραφε πως «τσακώνονται τα φοινικόδεντρα μεταξύ τους, σαν να παλεύουν», όταν φυσάει ο άνεμος των μουσώνων. Λυγίζουν ως κάτω και πάνε κι έρχονται και χτυπιούνται μεταξύ τους, και όλο και πέφτουν κομμάτια από κλαδιά και καρύδες, και με τίποτα δεν πρέπει κανείς εκείνους τους μήνες να περνά από κάτω.
Πώς να είναι άραγε εδώ τον Ιούλιο, τον Αύγουστο, με τους μουσώνες; Βρέχει λέει ασταμάτητα. Ποτάμια κατεβαίνουν στην θάλασσα κι η θάλασσα ανεβαίνει ως πάνω και παίρνει όλη την άμμο και πέφτουν αστραπές και κεραυνοί και φυσάει. Όλα είναι μέσα στη λάσπη και το νερό.
Ελάχιστοι ξένοι, πέντε, έξι το πολύ, παραμένουν στο χωριό εκείνους τους μήνες. Λείπουν και οι μικροπωλητές και οι εστιάτορες από την γειτονική Καρνάτακα, ή την Βόρια Ινδία, το Μανάλι, την Νταρμασάλα, οι Νεπαλέζοι, οι Θιβετιάνοι. Λείπουν και οι μεσοαστοί Ινδοί των γύρω πόλεων, που τα τελευταία χρόνια κατεβαίνουν τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα στις παραλίες της Γκόα. Μόνο οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού παραμένουν.
Μετά τους μουσώνες όλα είναι καθαρά. Η άμμος ξαναρχίζει να μαζεύεται, η αμμουδιά να ξανασχηματίζεται. Τον Νοέμβριο, τον Δεκέμβριο, τον Γενάρη και τον Φλεβάρη, είναι πια όπως την ξέρουμε. Πλατιά και απέραντη σαν το άπειρο. Στιλπνή και γυαλιστερή τις ώρες της άμπωτης, όταν η θάλασσα έχει τραβηχτεί αφήνοντας πίσω της εκείνο το μαλακό χαλί από βρεγμένη άμμο, σαν τεράστια μουσκεμένη μοκέτα.
Την ώρα της δύσης, όταν ο ήλιος βυθίζεται στην Αραβική θάλασσα, όλη αυτή η επίπεδη, γυαλιστερή επιφάνια βάφεται ροζ. Ροζ βάφονται και τα μακρόστενα ωκεάνια σύννεφα που απλώνονται στον ουρανό, πλοκάμια έτοιμα να μας αρπάξουν και να μας πάνε ψηλά. Ή… να μας πάνε πίσω… Απόψε είναι η τελευταία βραδιά για φέτος.
Μόλις ο ήλιος βουλιάξει και πάλι στην Αραβική θάλασσα, θα αποχαιρετήσω τους φίλους της παραλίας, τους κρουστούς, τους χορευτές, τους κάθε είδους διαλογιστές και θα πορευτώ προς το μικρό πλίνθινο καλυβάκι της Sunjyot στην άκρη του χωριού, για τον δικό μας διαλογισμό πάνω στις δονήσεις των ήχων και την φωνητική εξάσκηση, κάτω από το βλέμμα της θεάς με το μαργαριταρένιο βραχιόλι στον καρπό.
Σαν πολύτιμο, μαργαριταρένιο κόσμημα στο βάθος της κρεμαστής μου τσάντας θα έχω όπως πάντα το μίνι-ντισκ του Στάθη. Σε αυτό ηχογραφώ κάθε μάθημα.
Το ίσο του ηλεκτρονικού ταμπουρά, οι ασκήσεις πάνω-κάτω στην ράγγα, οι οδηγίες και οι παραινέσεις της δασκάλας, οι διηγήσεις και τα γέλια της, μαζί με τους ήχους του χωριού και των περαστικών από το παραθυράκι, τα κρωξίματα των κορακιών και ο αέναος παφλασμός του ωκεανού στο βάθος, θα με συντροφεύουν όλους τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου, όπου κι αν βρίσκομαι. Είτε στο δωμάτιο μελέτης του σπιτιού μου, είτε μπροστά από το δίχτυ της σκηνής μας κάτω από ένα αλμυρίκι του Αιγαίου, ή στο δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου του μακρινού βορά, κάθε πρωί θα ανοίγω το ηχητικό αρχείο με τίτλο Sunjyot lessons και θα ξεκινώ την μέρα μου, εξερευνώντας τους νόμους των δονήσεων του ήχου, που… απ’ ότι φαίνεται, κυβερνούν μυστικά όλον αυτόν τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε.
Κρίστη Στασινοπούλου
Harmal 2003 – Αθήνα 2014