Τα νησιά των Κυκλάδων μοιάζουν με πλανήτες στο διάστημα. Αυτόνομοι κόσμοι, σκορπισμένοι στο πέλαγος. Ένας μικρός γαλαξίας που αρμενίζει στο άπειρο του αλμυρού νερού. Θυμάμαι το Enterprise να ταξιδεύει ανάμεσα στα ουράνια σώματα στην τηλεοπτική σειρά Star Treck. Την αγωνία, όταν το σκάφος πλησίαζε κάθε καινούργιο πλανήτη που εμφανιζόταν στην μεγάλη οθόνη του κυβερνείου. Και κατόπιν ο πλανήτης μίκραινε και απομακρυνόταν και το διαστημόπλοιο συνέχιζε το ταξίδι του στο διάστημα.
Κάπως έτσι πλέουν ανάμεσα στα νησιά και τα καράβια. Βλέπεις από το κατάστρωμα τα σχήματα των νησιώτικων ορεινών όγκων, τις βουνοκορφές, τα φαράγγια, τα χτίσματα, το λιμάνι, να πλησιάζουν και μετά να απομακρύνονται, μέχρι που χάνονται στον ορίζοντα. Νησιά κοντινά, νησιά μακρινά, άλλοτε τα διακρίνεις ολοκάθαρα, άλλοτε θολά μέσα στις ομίχλες και τους υδρατμούς.
Απάνω τους περιπλανιόνται γοητευμένοι ταξιδευτές, πεζοπόροι, περιηγητές, εραστές των Κυκλάδων. Μαγνητισμένοι πότε από το ένα, πότε από το άλλο νησί, αλλάζουν λιμάνια και αραξοβόλια, κολλάνε για χρόνια σε ερημικές καβάτζες, ή περιφέρονται από νησί σε νησί, εξερευνώντας άγνωστα και γνωστά μονοπάτια και διαδρομές. Γι’ αυτά θέλω να γράψω
Μ’ αρέσει όταν απ’ την κορφή ενός νησιού, κοιτάς απέναντι και αναγνωρίζεις τις κορυφές, τους ανεμόμυλους, τα εκκλησάκια, τα μονοπάτια και τις διαδρομές που έχεις περπατήσει άλλες φορές. Και το ανάποδο. Θυμάσαι όταν από κει απέναντι, αγνάντευες κάποτε το σημείο στο οποίο βρίσκεσαι και έλεγες, θέλω κάποτε να πάω εκεί. Φανταστικά γεωμετρικά σχήματα, τρίγωνα, τετράγωνα, σχηματίζονται ανάμεσα στα διάφορα σημεία των νησιών όπου έχεις περπατήσει και βρεθεί. Κάπως σαν τις γραμμές του αστρολογικού μας χάρτη. Μια χαρτογράφηση της ίδιας της ζωής.
Στο βιβλίο του «Τα Μονοπάτια των τραγουδιών» ο Μπρους Τσάτουιν γράφει ότι οι Αμπορίτζιναλ της Αυστραλίας διατηρούσαν στην μνήμη της φυλής τους τις διαδρομές των μονοπατιών, περιγράφοντάς τες σε μακριά, τραγούδια, που μεταδίδονταν προφορικά από γενιά σε γενιά.
Το περπάτημα στα μονοπάτια οξύνει την διαύγεια, τις αισθήσεις και την μνήμη. Καθώς περπατούσαμε τις προάλλες στους ανεμόμυλους πάνω από την Λαγκάδα συναντήσαμε έναν βοσκό. Με τον δυνατό άνεμο να σφυρίζει και τα βαριά γκρι σύννεφα να καλύπτουν κάθε τόσο την κορυφή του απόκρημνου διάσελου, στεκόταν όρθιος, ακουμπισμένος ελαφρά σε μια πεζούλα και αγνάντευε για πολύ ώρα τη θάλασσα και τον ορίζοντα, απτόητος και καθόλου ενοχλημένος από τα στοιχειά της φύσης που πάλευαν γύρω του. Γύρισε και μας κοίταξε και το βλέμμα του άστραψε σαν σαΐτα, σαν βεγγαλικό. Καθαρό και διαπεραστικό, μαθημένο να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα και να παρατηρεί κάθε μικρή λεπτομέρεια του τοπίου, αλλά μαζί και ολόκληρο το απέραντο εύρος του ορίζοντα.
Αυτό το βλέμμα το έχω συναντήσει και σε άλλους ανθρώπους. Σε θαλασσοδαρμένους καϊκτζήδες, σε πιλότους που οδηγούν μικρά ελικοφόρα αεροπλάνα, σε μοτοσικλετιστές μεγάλων αποστάσεων, σε ορεσίβιους βοσκούς, σε ορειβάτες και αναρριχητές, στους Βεδουίνους της ερήμου, στους Θιβετιάνους, στους τσιγγάνους. Γενικά σε ανθρώπους που έχουν μεγαλώσει ή πορευτεί για καιρό σε ανοιχτά τοπία και σε συνθήκες που επιβάλουν εγρήγορση και συνεχή παρατήρηση των όσων συμβαίνουν γύρω σου ανά πάσα στιγμή. Τέτοιο βλέμμα αποκτάς και το αναγνωρίζεις και στον καθρέφτη σου, μετά από κάμποσες μέρες ζωής στη φύση, να κοιμάσαι κάτω από τ’ αστέρια και να αγναντεύεις όλη μέρα τις ανοιχτές γραμμές των οριζόντων.
«Όπως πάνω, έτσι και κάτω», λένε οι μυστικές παραδόσεις. Τα μονοπάτια το δείχνουν αυτό με τον τρόπο τους. Με το που φτάνεις σε κάποιο υψόμετρο, αντικρίζεις ξαφνικά όλο το μεγαλείο της πλάσης γύρω σου. Μπαίνεις σε μια εκστατική μεταφυσική διάθεση. Ουρανός, θάλασσα, ορίζοντας με μωβ νησιά, βραχονησίδες και πατιθράκια απλωμένα στο πέλαγος. Σμήνη πουλιών σαν γκρι φαντάσματα, να αλλάζουν σχήματα καθώς πετούν στον αέρα. Κορυφογραμμές μέσα απ’ τα σύννεφα, φαράγγια, οροπέδια. Μακρινά μοναστήρια και εκκλησάκια, άσπρες κουκίδες. Εγκαταλειμμένα πέτρινα αλώνια και αγροικίες, σαν προϊστορικοί οικισμοί. Μισογκρεμισμένοι μύλοι. Μακριές πεζούλες που σχίζουν κάθετα και οριζόντια τις πλαγιές των βουνών. Χαλικάδες, χωματερές που καπνίζουν, σπηλιές που χάσκουν, πηγές νερών, ρήγματα και ρέματα.
Πως γίνανε όλα αυτά; Από τι είναι φτιαγμένα; Πόσους αιώνες στέκουν έτσι και πως ήταν πριν; Εκεί που είναι η θάλασσα κάποτε ήταν στεριά και το ανάποδο. Όλα είναι ζωντανά. Η γη αναπνέει και κουνιέται με τους δικούς της ρυθμούς. Τους ρυθμούς αυτούς μαθαίνεις να τους αναγνωρίζεις και να τους σέβεσαι, άμα βαδίζεις στα μονοπάτια.
Όμως τα κάθε λογής εμπόδια, οι πέτρες, τα θυμάρια, δεν σε αφήνουν να κοιτάς για πολύ ψηλά και τριγύρω καθώς περπατάς. Πρέπει να κοιτάς το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια σου και να διαλέγεις που θα πατήσεις. Κι έτσι όπως παρατηρείς το έδαφος, ένας απέραντος πλουμιστός μικρόκοσμος εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά σου και σου τραβάει την προσοχή. Η ποικιλία και η ομορφιά του, προξενούν την ίδια έκσταση, το ίδιο δέος που προξενεί και η ανοιχτή θέα του μακρινού τοπίου. Όπως πάνω, έτσι και κάτω…
Σ’ ένα τετραγωνικό μέτρο γης βρίσκονται τόσα στοιχεία, όσα και σε ένα απέραντο σύμπαν. Χορτάρια, βοτάνια και αγριολούλουδα κάθε λογής. Ξύλα και ρίζες. Πέτρες και χώμα που οι απειροελάχιστοι κόκκοι του περιέχουν όλα τα πετρώματα των γύρω βουνών. Καβαλίνες ζώων. Μυρμήγκια, αράχνες, ζουζούνια όλων των ειδών, των μεγεθών και των χρωμάτων, σαύρες, φίδια, σαρανταποδαρούσες. Κόκαλα νεκρών ζώων, μαλλιά κουρεμένων αρνιών. Φωλιές άγριων πουλιών. Μύκητες, βρύα, λειχήνες, μανιτάρια. Λιλιπούτειες αχιβάδες γεννημένες από την υγρασία της θάλασσας και σκαλωμένες στα βράχια. Και όλα αυτά μαζί σκαλωμένα στη ζωή, στην επιβίωση και στην αέναη αναπαραγωγή του είδους τους. Είναι απίστευτο το πόσα πράγματα διακρίνεις στον μικρόκοσμο του εδάφους, όταν βαδίζεις στη φύση. Δεν σε αφήνουν να βαρεθείς. Κάθε βήμα φέρνει και ένα φλασάκι σοφίας. Κάθε στροφή και μία καινούργια συνάντηση, έναν καινούργιο ερεθισμό των αισθήσεων.
Ο άνεμος που κάθε τόσο γυρίζει. Γίνεται στεριανός, γίνεται θαλασσινός, νιώθεις την αλμύρα. Εδώ κρύωσε. Εκεί ζέστανε. Εδώ είναι υγρός, κάπου θα ‘χει νερό. Οι μυρουδιές γίνονται πιο έντονες με την υγρασία. Αλλά και ο στεγνός άνεμος φέρνει στα ρουθούνια τα μεθυστικά χαρμάνια των ξεραμένων βοτάνων καθώς κουνιούνται. Κάθε βοτάνι μυρίζει αλλιώς όταν το πόδι σκοντάφτει επάνω του. Κάποιοι θάμνοι σε χαϊδεύουν. Οι αγκαθωτοί σού λένε, μην με πλησιάσεις. Κάποια χόρτα τρώγονται. Δοκιμάζεις. Κάποια άλλα με ψυχεδελικούς χρωματισμούς σού λένε, αν με φας θα την ακούσεις.
Αξιοσημείωτες είναι και οι συναντήσεις με ζώα. Αγριοκάτσικα και τράγοι που βελάζουν σε όλους τους τόνους αντιλαλούν στα φαράγγια. Αυτά τα βελάσματα φαίνεται πως μιμήθηκαν οι άνθρωποι και βγήκαν εκείνες οι πολυφωνικές παραδοσιακές χορωδίες με τις τραγίσιες αρμονίες. Μαζί και τα κουδούνια των αιγών και των προβάτων. Οι βοσκοί τα διαλέγουν ώστε να ηχούν αρμονικά μεταξύ τους. Δεν έχουν πάει στο ωδείο, όμως η φύση τους έχει διδάξει την αρμονία των ήχων. Τα κουδουνίσματα των κοπαδιών είναι από τις ωραιότερες μουσικές που υπάρχουν. Είναι το σάουντ-τρακ των μονοπατιών.
Κάτω απ’ όλα αυτά, σαν χαλί, υποτονθορύζει ακατάπαυτα το βυζαντινό ίσο, των εντόμων. Χρυσόμυγες, μέλισσες, σφήγκες, μπάμπουρες, ψέλνουν το ωμ της φύσης. Σταματάς κάθε τόσο και το αφουγκράζεσαι. Οι λαλιές και τα τιτιβίσματα των πουλιών παρεμβαίνουν και σε επαναφέρουν στην «πραγματικότητα». Γλάροι, κορμοράνοι, γεράκια, πετρίτες, σουσουράδες, σπουργίτια, χελιδόνια, καρδερίνες, τσαλαπετεινοί, αλκυόνες. Κι ακόμα, λαγοί, κουνέλια, αλεπούδες, ασβοί, σκαντζόχοιροι, ταύροι και αγελάδες, μουλάρια και γαϊδούρια, σκυλιά.
Κάθε ζώο που συναντάς έχει και την συμπεριφορά του και τους τρόπους του. Άλλα σε φοβούνται, άλλα σε πλησιάζουν, άλλα σε κοιτάν με περιέργεια, άλλα σού ζητιανεύουν. Τα κατσίκια είναι περίεργα. Οι αγελάδες υπομονετικές. Οι ταύροι νευρικοί. Τα μουλάρια περπατάνε στην άκρη άκρη του κάθε μονοπατιού, όμως λέει, ποτέ δεν πέφτουν. Τα γαϊδούρια έχουν την πιο εντυπωσιακή φωνή. Τα φίδια είναι τηλεπαθητικά. Ακριβώς πριν τα δεις έχεις κάποιο προαίσθημα, λες και σε ειδοποιούν. Τα σκυλιά σε τρομάζουν.
Όταν ακούω τσοπανόσκυλα να γαυγίζουν σε κάποιο ερημικό μονοπάτι αυτοσυγκεντρώνομαι και προσπαθώ να συγκρατήσω την έκκριση αδρεναλίνης και να προχωρήσω με ψυχραιμία. Άλλες φορές τους μιλάω μαλακά και χαϊδευτικά για να εξετάσω τις διαθέσεις τους, να τα κατευνάσω και κατόπιν περνώ. Κανά δυο φορές έκανα μεταβολή και το έβαλα στα πόδια…
Ο φόβος σου κλείνει πότε πότε το μάτι όταν περπατάς στα μονοπάτια. Ο φόβος είναι ένα βήμα πλάι απ’ το δέος και το δέος κυριαρχεί συνήθως σε αυτά τα περπατήματα. Από μικρή δεν τον συμπαθούσα τον φόβο. Όμως η ζωή με έμαθε ότι οι ηλίθιες παλικαριές πληρώνονται. Είναι μια άσκηση κι αυτό, να μπορείς να αναγνωρίζεις μέσα σου ποιος φόβος είναι παράλογος και άρα άχρηστος και ποιος είναι απλά προστατευτικός και άρα χρήσιμος. Ο φόβος φυλά τα έρημα, έλεγαν οι παλιοί. Μαθαίνεις λοιπόν στα μονοπάτια να σέβεσαι τις δυσκολίες και να τις ζυγίζεις. Να ξεπερνάς εκείνες που σού φαίνονται ξεπεράσιμες, να σταματάς μπροστά σε εκείνες που το ένστικτό σού σε συμβουλεύει να αποφύγεις.
Μετά είναι ο στόχος. Θυμάμαι τον καθηγητή φιλοσοφίας και φίλο μου Ιάσωνα Ξενάκη, μια ιδιοφυία που αυτοκτόνησε στα πενήντα δύο του χρόνια, τον θυμάμαι να μού λέει, ότι στη ζωή είναι καλό να βάζουμε κάθε τόσο μικρούς, προσπελάσιμους στόχους. Όχι τίποτα μεγάλους στόχους από κείνους που σε μεταλλάσσουν σε νευρόσπαστο και τελικά δεν σ’ αφήνουν να χαρείς τη ζωή σου. Στόχους μικρούς, που σου δίνουν χαρά κάθε που τους κατακτάς και κρατάνε σε φόρμα τον νου και τις διαθέσεις του.
Τα μονοπάτια το διδάσκουν κι αυτό. Κάθε διαδρομή έχει έναν στόχο. Εύκολο ή κοπιαστικό, όμως προσπελάσιμο. Μπορεί πότε πότε να βαρυγκωμάς, ο άνεμος να σε ζαλίζει, η ζέστη ή το κρύο, ο δυνατός ήλιος ή η βροχή, το βαρύ σακίδιο στη πλάτη, τα ακατάλληλα παπούτσια. Όμως ο προορισμός είναι εκεί απέναντι και σε φωνάζει. Και η χαρά όταν φτάνεις είναι εκστατική. Μπορεί να φταίει και το οξυγόνο. Ή οι κρύσταλλοι από τους οποίους είναι λέει φτιαγμένο αυτό εδώ το νησί που βρίσκομαι τώρα, που τα σκέφτομαι όλα αυτά.
Μου το είπε η Σουηδέζα που συναντήσαμε πριν λίγο στην στροφή πριν τον Σταυρό. Χαιρετιστήκαμε και σταματήσαμε να ξαποστάσουμε στο φαντασμαγορικό εκείνο σημείο του μονοπατιού. Έβγαλα και της έδειξα τις γυαλιστερές, σχεδόν διαφανείς πέτρες που είχα μαζέψει. Είναι κρύσταλλοι, μού είπε, όλο το νησί αποτελείται από τέτοια εδάφη. Είναι φορές που με εκνευρίζουν τα κολλήματα με τις ενέργειες και τους κρυστάλλους… Πήγα να της πω ότι το νησί αποτελείται εμφανέστατα από σχιστολιθικά πετρώματα. Όμως ήταν τόσο συμπαθής η Σουηδέζα πεζοπόρος, είπα να μην της το χαλάσω. Μπορεί άλλωστε να ήξερε και κάτι παραπάνω από μένα. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα…
Τέτοιες ακριβώς κρυστάλλινες πέτρες είχα μαζέψει στην Vale da Lua της Βραζιλίας το 2005. Και για κείνο το μέρος, όπως και για αυτό εδώ το νησί, υπάρχει η φήμη ότι είναι τόπος με πολύ δυνατή ενέργεια, επειδή το έδαφος και εκεί είναι λέει καμωμένο από κρυστάλλους. Το είπα στην Σουηδέζα και ενθουσιάστηκε. Με ρώτησε λεπτομέρειες για το που ακριβώς βρίσκεται η Vale da Lua. Της εξήγησα. Μού είπε ότι θα ήθελε να πάει κι εκείνη εκεί κάποτε…
Πιάσαμε την κουβέντα για διάφορα τέτοια θέματα, καθισμένες στα βραχάκια στην άκρη του γκρεμού, πεντακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει και τα χρώματα άλλαζαν. Στον ορίζοντα απέναντι άρχισαν να διακρίνονται καθαρά η Ανάφη και η Αστυπάλαια.
Της έδειξα τα μέρη στα οποία θα άξιζε να πάει, πριν επιχειρήσει την Vale da Lua της μακρινής Βραζιλίας. Τη Καλαμιώτισσα πάνω στο γρανιτένιο βράχο της Ανάφης. Το φαράγγι του Αη Γιάννη στην Αστροπαλιά. Κι εδώ στην Αμοργό, τον Προφήτη Ηλία, στο τριγωνάκι που εξείχε πίσω από την κορυφογραμμή που φτάνει ως την Χώρα. Ανταλλάξαμε πληροφορίες για διάφορα άλλα μονοπάτια, για άλλα νησιά. Αποχαιρετιστήκαμε σαν φίλες ετών. Στα μονοπάτια και στις ερημιές έχουμε βρει και αποκτήσει τους καλύτερους φίλους. Έχουμε κάνει τις πιο ενδιαφέρουσες κουβέντες, τις πιο αναπάντεχες, τις πιο «αξιοσημείωτες συναντήσεις».
Μίλαγα για τον κόπο και τον κάματο και για την χαρά που σε πλημμυρίζει άμα φτάνεις τελικά στον στόχο σου. Όμως περπατώντας στα μονοπάτια, μαθαίνεις να εκτιμάς και να χαίρεσαι και την ίδια τη διαδρομή. Μαθαίνεις εμπειρικά ότι η κούραση είναι μεγαλύτερη, αν κάθε τόσο κοιτάς που βρίσκεσαι και πόσο έχεις ακόμα. Μαθαίνεις να μη κοιτάς ούτε μπρος ούτε πίσω. Πράγματα που ισχύουν ίδια και στη πορεία ολόκληρης της ζωή μας.
Τα μονοπάτια είναι λαξευμένα και χτισμένα με μεγάλη σοφία και οικονομία. Πολλά απ’ αυτά είναι αρχαία. Σκαρφαλώνουν στις πλαγιές των Κυκλάδων με μινωική χάρη. Πεζοπόροι αιώνων τα άνοιξαν με τα βήματά τους περνώντας από τα πιο βατά σημεία της κάθε διαδρομής. Κατόπιν οι άνθρωποι τα έστρωσαν με λειασμένες πέτρες, μικρές ή μεγάλες και τα έκαναν καλντερίμια. Είναι πολύ όμορφη η αισθητική των χτισμένων καλντεριμιών. Η απόσταση ανάμεσα στο κάθε σκαλοπάτι και ανάμεσα στην κάθε στροφή της κορδέλας είναι σοφά μελετημένη ώστε να σε κουράζει όσο το δυνατόν λιγότερο. Τέτοια είναι συνήθως τα μονοπάτια που οδηγούν σε κομβικά σημεία, μοναστήρια, μύλους, πηγάδια, πηγές. Όταν βρίσκονται κοντά στους οικισμούς ή στα μοναστήρια τα μονοπάτια είναι συνήθως στρωμένα πλέον και με μια στρώση τσιμέντου και ασπρισμένα με ασβέστη. Μετά από ώρες βαδίσματος σε πέτρες και κατσάβραχα, άμα πατήσεις σε στρωμένο μονοπάτι νομίζεις ότι πατάς σε βελούδινη μοκέτα. Εκτός κι αν φοράς τα σύγχρονα ορειβατικά παπούτσια με τις ενισχυμένες σόλες, που δεν σε αφήνουν πια και τόσο να νιώθεις άμεσα την επαφή με το έδαφος.
Στις μέρες μας πολλά σημεία των πρώην καλοστρωμένων καλντεριμιών έχουν χαλάσει και έχουν γίνει σωροί από κυλιόμενες πέτρες. Είναι κάπως δυσάρεστο να βαδίζεις πάνω τους ισορροπώντας, ενώ οι πέτρες μετακινούνται ή γλιστρούν κάτω από τα πόδια σου. Μετά από εκείνα τα σημεία, ακολουθούν συνήθως τα στενότερα μονοπάτια που δεν έχουν ποτέ στρωθεί με πέτρα. Είναι πατημένοι από τους ανθρώπους, στενοί διάδρομοι ανάμεσα στα αγριόχορτα και τα βοτάνια. Σε κάποια σημεία τους που δεν έχουν πατηθεί για καιρό η βλάστηση τα έχει κλείσει, τα έχει χαλάσει εντελώς. Είναι εκεί που μπορεί και να χαθείς. Εκεί που αρχίζει ο μοναχικός δρόμος πέρα από την «πεπατημένη». Δύσκολος αλλά και πιο ενδιαφέρον, μια και βασίζεσαι στις δικές σου και μόνο επιλογές, στις δικές σου και μόνο δυνάμεις, στην δικιά σου καλή παρατήρηση και αναγνώριση των σημαδιών.
Εύκολα αναγνωρίζονται κάποια σημάδια προηγούμενου ανθρώπου που πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Μια ανθρώπινη πατημασιά, ένα σπασμένο κλαδάκι, ένα πεταμένο κουτί τσιγάρων παλιάς μάρκας απ’ αυτές που καπνίζουν ακόμα οι γέροι αγωγιάτες στα νησιά, καβαλίνες μουλαριού, ίχνη σκυλιού είναι δείγματα ότι δεν έχεις χάσει το μονοπάτι, δεν κινδυνεύεις να βρεθείς σκαρφαλωμένος στις ακόμα στενότερες και πιο απόκρημνες διόδους των κατσικιών. Τα στενά αυτά σημεία των μονοπατιών είναι εκείνα που περνούν συνήθως και από τις πιο εντυπωσιακές τοποθεσίες. Όχι τόσο ευχάριστα για κείνους που φοβούνται το ύψος.
Θυμάμαι κάποτε πόσο είχε τρομάξει ένας φίλος που είχε έρθει μαζί μας σε κάποια τέτοια ορειβασία. Είχε ανέβει άφοβα ως την κορφή. Καθώς όμως επιστρέφαμε κατηφορίζοντας την ίδια διαδρομή, σε κάποιο απόκρημνο σημείο κοίταξε προς τα κάτω και μόλις συνειδητοποίησε το ιλιγγιώδες ύψος στο οποίο περπατούσαμε πανικοβλήθηκε. Σε όλο τον υπόλοιπο δρόμο χρειάστηκε να του τραγουδάω, για να ξεχνάει τον φόβο του και να περπατά.
Όταν ανηφορίζεις δεν γίνεται συγχρόνως να τραγουδάς, εκτός κι αν πηγαίνεις με πολύ αργό ρυθμό. Αλλιώς λαχανιάζεις. Στις κατηφόρες όμως και καθώς τα πνευμόνια και ο εγκέφαλος έχουν οξυγονωθεί στο έπακρο, θες να τραγουδάς, να φωνάζεις, να χορεύεις, να στροβιλίζεσαι στα αλώνια. Έρχονται όμως στιγμές που το μονοπάτι σού επιβάλει να ελέγξεις και να συγκρατήσεις αυτή την υπέροχη εκστατική φόρα, για να μη βρεθείς στο κενό. Χρήσιμο συμπέρασμα ζωής και αυτό…
Οι έμπειροι πεζοπόροι και οι αναρριχητές το λένε άλλωστε. Η κατηφόρα, αν και φαντάζει πιο εύκολη, είναι πιο δύσκολη από την ανηφόρα και θέλει πιο πολύ προσοχή. Και τα γόνατα, μετά από κάποια ηλικία πονούν στις απότομες κατηφόρες.
Άλλη μία γνώση, άλλη μία εκπαίδευση που χαρίζει το περπάτημα στα μονοπάτια: Απλά και ρεαλιστικά, προειδοποιείσαι για την αναπόφευκτη φθορά του σώματος και των δυνάμεών του, που θες δεν θες, έρχεται σε όλους με τον χρόνο. Κι έτσι προλαβαίνεις έγκαιρα και σιγά σιγά να οπλίσεις τον εαυτό σου με τις ανάλογες τεχνικές για να το αντιμετωπίσεις. Δεν πάει να φθείρεται το σώμα, ο νους όλο και ασκείται όλο και πλουταίνει.
Όταν κουράζονται τα πόδια μου και φτάνουν να πονάνε, προσπαθώ να φανταστώ ότι αυτά τα δυο πόδια δεν είναι παρά οι υπηρέτες του κεφαλιού μου. Είναι εκείνα που κοπιάζουν, ώστε να μπορώ εγώ να βλέπω, να ακούω, να μυρίζω και να αισθάνομαι όμορφα πράγματα. Ο μυϊκός πόνος εξαφανίζεται τότε. Απλά τον παρατηρώ σαν να συμβαίνει σε κάποιον άλλο. Εξάσκηση του νου και του σώματος λοιπόν. Και παρατηρήσεις και συμπεράσματα και εκλάμψεις σοφίας. Ευελιξία και ευεξία. Ελαφράδα και ευτυχία. Είναι μερικά από τα ανεκτίμητα δώρα που σού δίνουν τα μονοπάτια, όταν τα περπατάς.
Όμως… κουράστηκα.
Και έτσι όπως κατεβαίνουμε αυτό εδώ το τέλεια στρωμένο και συντηρημένο τελευταίο μέρος του μονοπατιού με τα φαρδιά σκαλοπάτια, τυχαίνει συνεχώς το κάθε κατέβασμα σκαλιού να πέφτει στο ίδιο πόδι, στο δεξί, με το βάρος του σώματος να χτυπά κάθε φορά το δεξί και μόνο γόνατο, που μόλις μού έστειλε τη πρώτη μικρή σουβλιά. Αν συνεχίσω έτσι, η στιγμιαία σουβλιά θα εξελιχτεί σε πόνο.
Μα δεν με πιάνει τίποτα πια. Υπερ-οξυγονωμένη μετά από το οχτάωρο περιπατητικό τρανς, τινάζω το δεξί μου πόδι με μια αργή, τρεμουλιαστή κλωτσιά, για να χαλαρώσω τον μυ και να στείλω προς το πονεμένο γόνατο τους εσωτερικούς εκείνους χυμούς, τα μυστικά ναρκωτικά του σώματος, που δρουν ως φυσικά παυσίπονα.
Με έκπληξη διαπιστώνω ότι αυτή η κίνηση που μόλις έκανα αυθόρμητα, μοιάζει με μια από τις φιγούρες των παραδοσιακών χορευτών. Για κοίτα… Το περπάτημα στα καλντερίμια, εκτός των άλλων, σε μαθαίνει και να… χορεύεις.
Σκάμε στα γέλια μαζί με τον Στάθη, καθώς επαναλαμβάνω την κίνηση, μιμούμενη κωμικά ένα βαρύ τσάμικο. Πιανόμαστε απ’ τους ώμους και ξεκαρδισμένοι στα γέλια αρχίζουμε να χορεύουμε πάνω στις καλοστρωμένες πλάκες του μονοπατιού, ενώ ο ήλιος απέναντι δύει πίσω απ’ τα βουνά της Δονούσας.
Υστερόγραφο.
Σκέφτομαι κείνον τον λαϊκό ζωγράφο του προηγούμενου αιώνα, ανάπηρο απ’ τη μέση και κάτω, που ζούσε σε έναν απομακρυσμένο ορεινό οικισμό του νησιού στη μέση της μακρόστενης κορυφογραμμής. Μέσα από μια σκουληκότρυπα του χρόνου τον βλέπω να μας παρακολουθεί που χορεύουμε ξέγνοιαστοι στο φαρδύ καλντερίμι με τα χέρια σηκωμένα ψηλά, ενώ κατηφορίζουμε προς το χωριό για να ετοιμαστούμε για τον παγανιστικό επιτάφιο, Μεγάλη Παρασκευή του 2009.
Τον φαντάζομαι να σέρνεται πάνω στα χέρια του μέχρι το σημείο όπου οι βράχοι στέκουν κάθετοι σαν έτοιμο καναβάτσο ζωγράφου και όπως το συνήθιζε, λένε, να λαξεύει πάνω τους με λαχτάρα δυο ανθρώπινες φιγούρες που χορεύουν πιασμένες χέρι χέρι, αποθανατίζοντας με την τέχνη του όλη τη χαρά της ζωής.
Για να θυμίζουν οι φιγούρες αυτές σε κάθε διαβάτη που περνά από κει και τις βλέπει, ότι όσο είμαστε όρθιοι και γεροί και περπατάμε πάνω στα δυο μας πόδια, οφείλουμε να είμαστε απέραντα ευγνώμονες για αυτό το χάρισμα που, ενώ δεν είναι, το θεωρούμε όμως, δεδομένο.
Ευχαριστώ λοιπόν την Τύχη, την Φύση, την Ενέργεια, τον Θεό, ή ότι θέλετε τέλος πάντων, για το πολύτιμο αυτό δώρο. Κυρίως ευχαριστώ τον μακαρίτη πατέρα μου, που από μικρή μού έδειξε και με έμαθε να αγαπώ τα κατσάβραχα, τα καλντερίμια, τα μονοπάτια, τα ανοιχτά τοπία, την φύση.
Κρίστη Στασινοπούλου
Αμοργός, Μεγάλη Βδομάδα του 2009